Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαλακὴ π

См. также в других словарях:

  • μαλακῇ — μαλακός soft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακή — μαλακός soft fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομμαλάκα — Μαλακή ρητίνη που εκκρίνεται από τους κλάδους διαφόρων δέντρων της Ινδίας, της Σουμάτρα και της Ταϊλάνδης, μετά το τσίμπημα του εντόμου κόκκος ο λάκκειος. Η γ. χρησιμοποιείται στη βιομηχανία βερνικιών και στο εμπόριο βρίσκεται με τη μορφή λεπτών… …   Dictionary of Greek

  • μαλακῆι — μαλακῇ , μαλακός soft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • ЕВФИМИЙ МАЛАКИ — [греч. Εὐθύμιος Μαλάκης] (между 1115 и 1135, Фивы до 1204), митр. Нов. Патр (Пелопоннес; до 1166 до 1202/04). Был связан с ученым кругом патриаршей школы в К поле; друг и адресат Евстафия, митр. Фессалоникийского, и Михаила Хониата, митр.… …   Православная энциклопедия

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

  • κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»